ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ
Κειμενο

Μετά 48 μέρες απουσίας της Βάσως

θα συναντηθούμε την Δευτέρα 7 Ιουνίου στις 7.30μμ

στον χώρο του βιβλιοπωλείου «Απρόβλεπτο»

Ρήγα Φεραίου 25 – Ηλιούπολη

 

για να πιούμε ένα ρακί

και να μιλήσουμε για εκείνη.

 

Είστε όλοι καλοδεχούμενοι.

Πάνος και Γιώργος Τότσικας

Σόφη και Γιάννης Ζάχος

TA IXNH THΣ ΒΑΣΩΣ

Πέρασε πάνω από ένας μήνας από τότε που πολλοί από μας βρεθήκαμε στο νεκροταφείο της Ηλιούπολης, για να ξεπροβοδίσουμε τη Βάσω στο τελευταίο μεγάλο της ταξίδι.. Συγγενείς, φίλοι, γείτονες, συμπατριώτες, συνάδελφοι και συναγωνιστές. Άνθρωποι από την Ηλιούπολη όπου έζησε πάνω από 35 χρόνια, από την Ικαρία, το νησί που γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα παιδικά της χρόνια, από τους πολιτικούς και κοινωνικούς χώρους  που δραστηριοποιήθηκε.

Στα χρόνια της χούντας

Η Βάσω, βρέθηκε στη δίνη των κοινωνικών γεγονότων της εποχής της. Συμμετείχε στους προδικτατορικούς φοιτητικούς αγώνες στην τότε «Πάντειο Ανωτάτη Σχολή Πολιτικών Επιστημών», τo 1966.  Μετά το πραξικόπημα της 21ης Απριλίου, το φθινόπωρο του 1967, η Βάσω  ανακρίθηκε από την χουντική αστυνομία, χωρίς να προκύψει κάτι συγκεκριμένο σε βάρος της. Την ίδια περίοδο συνελήφθηκα και εγώ, φυλακίστηκα, και βρεθήκαμε κι οι δυο κατηγορούμενοι, με τον διαβόητο νόμο 509 περί κατασκοπίας κλπ. Με τις γελοίες κατηγορίες του αρχηγού, εγώ, και της υπαρχηγού η Βάσω, σε μια «οργάνωση - φάντασμα» που δεν εντοπίστηκαν άλλα μέλη.

Tον Δεκέμβριο του 1967 αποφυλακίστηκα λόγω ανύπαρκτων επιβαρυντικών στοιχείων,  παραμένοντας ωστόσο υπόδικος. Κι’ όταν τον Μάρτιο του 1968, με αναζήτησε η χουντική Γενική Ασφάλεια της οδού Μπουμπουλίνας και αποφάσισα να μην παρουσιαστώ και να περάσω στην «παρανομία», η Βάσω βρέθηκε μαζί μου και στάθηκε δίπλα μου. Τα επόμενα χρόνια, διατηρώντας μια επαφή με τον μαοϊκό χώρο, νοικιάσαμε διάφορα σπίτια  με ψεύτικα ονόματα σε κάποιες γειτονιές της Αθήνας και ζήσαμε μαζί.

Μέσα σ’ αυτό το κλίμα, αποφασίσαμε να παντρευτούμε. Το «μυστήριο»  έγινε κανονικά - αφού πήραμε τα απαραίτητα συνωμοτικά μέτρα - τον Δεκέμβρη του 1968 στην εκκλησία της Αγίας Ευφημίας, στην Νέα Χαλκηδόνα παρουσία των γονιών και των  αδελφιών μας, του παπά, και μιας καντηλανάφτισσας. Συνολικά, παρουσία 9 ατόμων. Η Βάσω δεν φόρεσε νυφικό, παρά ένα άσπρο φορεματάκι. Στο γάμο μας δεν βγήκαν και δεν έχουμε αναμνηστικές φωτογραφίες. Για γαμήλιο ταξίδι, μεταφερθήκαμε εκείνο το βράδυ από την κρεβατοκάμαρα στο διπλανό σαλόνι του δυαριού που νοικιάζαμε τότε στην οδό Έγγελη, στον Νέο Κόσμο…

Στο Παρίσι

Tον Μάρτιο του 1971  διέφυγα με πλαστό διαβατήριο στο εξωτερικό. Λίγους μήνες αργότερα, η Βάσω αποφάσισε να έρθει να ζήσει μαζί μου. Έτσι,  βρεθήκαμε ξανά μαζί, να ζούμε αυτεξόριστοι στο Παρίσι μέχρι που κατέρρευσε η χούντα, τον Ιούλιο του 1974.

Tα χρόνια στο Παρίσι ήταν δύσκολα για μας. Οργανωθήκαμε στο «Αντιδικτατορικό Μέτωπο Ελλήνων Εξωτερικού», και συμμετείχαμε σε όλες της κινητοποιήσεις ενάντια στην χούντα. Το Παρίσι σήμαινε για μας δουλειές του ποδαριού, οικονομικές δυσκολίες, αβεβαιότητα για το πότε θα επιστρέψουμε στην Ελλάδα, συγκρούσεις με έλληνες φασίστες.

Η Βάσω μπήκε σ’ αυτό το κλίμα, κι’ ακολούθησε. Γράφτηκε στην Ecole Normal εξασφαλίζοντας άδεια παραμονής ως φοιτήτρια. Δούλεψε για ένα διάστημα σε κατάστημα ρούχων και στη συνέχεια, εξασφαλίσαμε μια ωραία σοφίτα στην οδό Κυστίν, κοντά στην Μονμάρτη, με αντάλλαγμα να φυλάει η Βάσω τα παιδιά των σπιτονοικοκύρηδων κάποια βράδια την εβδομάδα.

Την ίδια περίοδο, εγώ έκανα διαδοχικά διάφορες δουλειές για να εξασφαλίσουμε τα προς το ζήν και παράλληλα γράφτηκα στην Αρχιτεκτονική Σχολή. Τελικά, κατάφερα να βρω μια σχετικά καλή και μόνιμη δουλειά ως σχεδιαστής και αποκτήσαμε μια σχετική οικονομική άνεση. Έτσι, όταν προέκυψε η εγκυμοσύνη της Βάσως, παρά τις εν γένει δυσκολίες, αποφασίσαμε να κρατήσουμε το παιδί, κάτι που για την Βάσω σήμαινε εκπλήρωση της  μεγαλύτερης επιθυμίας της ζωής της.

Το 1973, μεταφερθήκαμε σε ένα συγκρότημα πολυκατοικιών νότια του Παρισιού. Εκεί έζησε και τον πρώτο χρόνο της ζωής του ο γιος μας, ο Γιώργος, που γεννήθηκε στις 14 Ιουνίου 1973 στο νοσοκομείο της Παρισινής Πανεπιστημιούπολης.

Στη «μεταπολίτευση»

Τα χρόνια της μεταπολίτευσης, η Βάσω βρέθηκε μ’ ένα μωρό στην Αθήνα, κι’ εγώ φαντάρος  σε διάφορες περιοχές της νότιας και βόρειας Ελλάδας. Μόλις ξεμπέρδεψα με το στρατό, έπιασα δουλειά ως σχεδιαστής και κάνοντας 2-3 ταξίδια στο Παρίσι, κατάφερα να πάρω το 1978 το πτυχίο της Αρχιτεκτονικής.

Όλο αυτό το διάστημα, η Βάσω βουρλίζονταν με τον γιό μας - που ήταν ένα πολύ σκληρό μοναχοπαίδι - και παράλληλα δούλευε ως νηπιοκόμος στο «Εθνικό Ιδρυμα Προνοίας» (ΕΟΠ), στο Καλαμάκι. Από το 1979, που εγώ πήρα την άδεια εξασκήσεως επαγγέλματος και δούλευα  ως συνεργάτης αρχιτέκτονας, στο «Εργαστήριο ’66» των Αντωνακάκηδων, η Βάσω παράτησε τον ΕΟΠ και αφοσιώθηκε στον γιό μας που ήταν ήδη 6 χρονών και πήγαινε στην πρώτη Δημοτικού.

Τότε ήταν που ο Γιώργος γνώρισε όλα τα παιδικά θέατρα της Αθήνας, είδε όλες τις παιδικές ταινίες, ξεφύλλισε όλα τα παιδικά βιβλία και χαϊδεύτηκε από την μάνα του όσο κανένα άλλο παιδί. Παράλληλα, ο  Γιώργος, σκαρφαλωμένος στους ώμους μου, συμμετείχε σε όλα τα φεστιβάλ, τις συναυλίες, τις πορείες, τις διαδηλώσεις. Η Βάσω, ήταν κι’ αυτή πάντα, μαζί μας.

Τα έντονα μεταπολιτευτικά χρόνια, κράτησαν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του ’80. Τότε με την Βάσω  στραφήκαμε στις τοπικές παρεμβάσεις, σε κινήσεις πολιτών για τα κοινωνικά δικαιώματα και το περιβάλλον, κρατώντας μια σχέση με τον ευρύτερο ανανεωτικό χώρο της αριστεράς.

Τα μετέπειτα χρόνια, με τη Βάσω και άλλους φίλους, ταξιδέψαμε γνωρίζοντας τόσο τη χώρα μας  όσο και πολλές γωνιές του πλανήτη, από την Νικαράγουα των Σαντινίστας, το Μαρόκο και  την Τουρκία μέχρι τις σκανδιναυικές χώρες, καθώς και όλες σχεδόν τις χώρες της ανατολικής και δυτικής Ευρώπης.

Το «Απρόβλεπτο»

Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, το 1985, ενώ ο γιός μας έγινε 12 χρονών, τελείωσε το Δημοτικό και η Βάσω ήθελε να ξαναρχίσει να δουλεύει, δημιουργήθηκε το «Απρόβλεπτο».

Με την Σόφη και τον Γιάννη, με την υποστήριξη και την προσωπική εργασία πολλών φίλων, μετατρέψαμε ένα παλιό ξυλουργείο στην οδό Ρήγα Φεραίου 25 στο κέντρο της Ηλιούπολης, σε ένα βιβλιοπωλείο, που παράλληλα λειτούργησε και σαν σημείο αναφοράς πολλών και διαφορετικών  ανθρώπων.

Το «Απρόβλεπτο» έγραψε ιστορία στο χώρο της Ηλιούπολης και η φήμη  του έφτασε στο ευρύτερο λογοτεχνικό, πολιτιστικό και πολιτικό χώρο. Με τις εκδηλώσεις που διοργάνωνε, έδινε τη δυνατότητα σε κάθε ενδιαφερόμενο να έρθει σε άμεση επαφή με διάσημους λογοτέχνες και συγγραφείς αλλά και με νεώτερους άσημους δημιουργούς. Έφερνε σε επαφή ανθρώπους της συνοικίας με πανεπιστημιακούς και επιστήμονες, με παλιές και νέες ιδέες. Μέσα απ’ το «Απρόβλεπτο», πολλοί άνθρωποι γνώρισαν τις απόψεις και την δραστηριότητα κινήσεων πολιτών που ασχολούνται με τα  κοινωνικά δικαιώματα, με την οικολογία και το περιβάλλον, ήρθαν σε επαφή με τους αγώνες ενάντια στην κυριαρχία των ισχυρών.

Το «Απρόβλεπτο»  με τις εκδηλώσεις που διοργάνωσε γεφύρωσε διαφορετικές γενιές, μοίρασε πνευματική τροφή σε ανθρώπους κάθε ηλικίας. Πολλοί άνθρωποι, θεωρούν το «Απρόβλεπτο» ένα δικό τους χώρο, είναι περήφανοι γι’ αυτόν και του χρωστάνε ευγνωμοσύνη.

Η Βάσω και η Σόφη, διαχειριστές για 25 χρόνια του «Απρόβλεπτου», έδωσαν την ψυχούλα τους και συνδέθηκαν με πάμπολλες προσωπικές ιστορίες ανθρώπων που τους άνοιξαν την καρδιά τους και τους είπαν τον πόνο τους. Ίσως γι’ αυτόν τον λόγο τόσο πολλοί άνθρωποι να έκλαψαν το χαμό της Βάσως.

Το τέλος

Τον Σεπτέμβριο του 2009, λίγους μήνες αφ’ ότου η Βάσω βγήκε στη σύνταξη, μάθαμε τυχαία ότι είχε προχωρημένο καρκίνο στο παχύ έντερο. Εγχειρίστηκε αμέσως, στις 25 Σεπτεμβρίου, στο «Γενικό Κρατικό», ξεκίνησε χημειοθεραπεία μετά δυο μήνες στο «Αρεταίειο», αλλά στις 29 Γενάρη 2010 μπήκε ξανά στο «Γενικό Κρατικό», όπου διαπιστώθηκε ότι ο καρκίνος είχε κάνει μετάσταση σε ζωτικά όργανα και στον εγκέφαλο. Δεν μπορούσαμε να της πούμε την αλήθεια. Βάλαμε τους γιατρούς να της πουν ότι πέρασε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο και γι’ αυτό θα χρειαστεί να κάνει ακτινοβολίες. Το πίστεψε ή έκανε πως το πίστεψε. Έκανε ακτινοβολίες στο κεφάλι στο «Ευγενίδειο», αλλά η κατάστασή της δεν βελτιώθηκε και συνεχώς  χειροτέρευε.

Ξαναμπήκε στο «Γενικό Κρατικό» στις 22 Φεβρουαρίου και παρέμεινε μέχρι τις 9 Μαρτίου. Όταν την συνέφεραν λιγάκι, την πήραμε σπίτι. Πέρασε ένας ζόρικος μήνας, δεν μπορούσε πλέον να βαδίζει και καθηλώθηκε εντελώς στο κρεβάτι. Ώσπου στις 12 Απριλίου τη  νύχτα. έπαθε ένα σοβαρό επιληπτικό επεισόδιο. Την μετέφερα ξανά στο «Γενικό Κρατικό», όπου μας είπαν οι γιατροί ότι η κατάστασή της είναι απελπιστική. Κατάφεραν ωστόσο να αποκτήσει επαφή με το περιβάλλον. Μας μιλούσε, αλλά πέντε μέρες αργότερα  χειροτέρεψε ξανά. Μας είπαν οι γιατροί ότι το τέλος της είναι ζήτημα ωρών. Έκαναν μια τελευταία προσπάθεια. Τρείς μέρες αργότερα έχασε κάθε επαφή με το περιβάλλον και στις 21 Απριλίου 2010, ξεψύχησε στα χέρια μου και στα χέρια του Γιώργου.

Τις τελευταίες μέρες της ζωής της, η Βάσω, ένιωθε γύρω της την παρουσία αγαπημένων της προσώπων που έρχονταν στο σπίτι ή στο νοσοκομείο και γλύκαιναν την ψυχούλα της.

Αγαπημένοι φίλοι και συγγενείς, ξαδέρφια, ανίψια, ήρθαν να την αποχαιρετήσουν.

Η Βάσω έφυγε ξέροντας ότι την αγαπάμε πολλοί.

Πάνος Τότσικας

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες μας συμφωνείτε στη χρήση των cookies.