ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ
Κειμενο

Είναι κάποιες στιγμές που πραγματικά με εντυπωσιάζουν, καθώς οι μνήμες μιας εποχής έρχονται αναλυτικά μετά από κάτι που βλέπω ή διαβάζω. Με εντυπωσιάζουν γιατί βρίσκομαι σε μια ηλικία που αρκετές φορές, ξεχνάω πράγματα της προηγούμενης μέρας.

Αυτή τη φορά έπεσε στα χέρια μου μια ανάρτηση στο «Διαύγεια» από την Επιτροπή Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης της Ηλιούπολης που αφορά στην παραχώρηση αιθουσών στο «Λαϊκό Φροντιστήριο Ηλιούπολης» και διάβασα την απόφαση των …"εκπαιδευτικών" (ναι, ναι με εισαγωγικά το εκπαιδευτικών), και την αιτιολόγηση της απόφασής τους να μην επιτρέψουν την παραχώρηση γιατί…

Σταμάτησα να βλέπω το σήμερα και άρχισα να σκέφτομαι την δική μου εμπειρία από το τέλος της 10ετίας του ’50 τότε που ήταν ακόμα έντονα ζωντανό και απροκάλυπτο το άκρατο μίσος των νικητών του εμφυλίου, μετά την ήττα του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδος και εμείς τα παιδιά των ανταρτών του ΕΛΑΣ ήμασταν στο στόχαστρο των …νικητών.

Σχολικό έτος 1959-1960, πήγαινα στην Δεύτερη τάξη. Μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων κάποια παιδιά αλλάξαμε σχολείο και από το 8ο Δημοτικό Περιστερίου μεταφερθήκαμε στο 10ο αλλάζοντας βέβαια και… «δάσκαλο». Ο νέος «δάσκαλος» ήταν κάποιος ονόματι Γκραβαρίτης (δεν θυμάμαι το μικρό του όνομα), ο οποίος είχε υπηρετήσει ως χωροφύλακας στα Τάγματα Ασφαλείας, όπως είχαμε μάθει.

Από την πρώτη μέρα έδειξε τις διαθέσεις του απέναντί μας, καθώς χωρίς να μας …γνωρίζει (προφανώς είχε ενημερωθεί από την τοπική χωροφυλακή με την οποία είχε καθημερινή επαφή ακόμα και μέσα στο σχολείο), δημιούργησε ζώνες εντός της αίθουσας, τοποθετώντας τέσσερα παιδιά από εμάς, έναν σε κάθε ένα από τα τελευταία θρανία.

Παιδιά εμείς και μην γνωρίζοντας από πολιτική και μίσος απέναντι σε άλλους ανθρώπους, δεν μπορούσαμε να καταλάβουμε το λόγο που έγινε αυτή η διαμόρφωση της αίθουσας και παραβιάζαμε συχνά τη «διάταξη» που είχε ορίσει ο «δάσκαλος». Τότε ήταν που άρχισε η τιμωρία μας.

Ως πρώτο μέτρο ήταν η τιμωρία με την βέργα, μια βέργα τετράγωνη από σκληρό ξύλο που δεν έσπαγε. Μας χτυπούσε με λυσσώδη δύναμη, που μας έκανε να μην μπορούμε να πιάσουμε μολύβι ή ακόμα και το παλτό μας αφού ο πόνος ήταν αφόρητος. Θυμάμαι πολύ καλά ότι ηδονιζόταν και χαμογελούσε από ικανοποίηση, όταν βάζαμε τα κλάματα. Αντίθετα τρελαινόταν, στην κυριολεξία, όταν κάποιοι από εμάς στεκόμασταν ακίνητοι και τον κοιτούσαμε στα μάτια χωρίς να δείχνουμε ότι πονάμε, την ώρα που μας χτυπούσε. Μας πέταγε έξω από την τάξη, ακόμα κι όταν έκανε κρύο και χιόνιζε, προφανώς για να ελέγξει τη ένταση των χτυπημάτων από το μίσος που αισθανόταν.

Το δεύτερο μέτρο ήταν να μας βγάζει έξω και να καθόμαστε όρθιοι στο πρεβάζι του παραθύρου μέσα στο κρύο για να παρακολουθούμε το μάθημα, ακούγοντας, ότι μπορούσαμε να ακούσουμε, μέσα από ένα μικρό άνοιγμα που άφηνε στο παράθυρο.

Το τρίτο μέτρο ήταν να μας αποκαλεί μιάσματα ήμασταν άχρηστοι, βρώμικοι που μεταφέραμε ασθένειες και πως βρομίζαμε τις τάξεις, έλεγε μπροστά σε όλα τα παιδιά και πως δεν είχαμε καμία θέση στη «νέα κοινωνία» που έφτιαχναν. Δεν μας εξέταζε ποτέ δεν έλεγχε ποτέ αν μαθαίναμε αυτό που δίδασκε και όπως ήταν φυσικό οι συμμαθητές μας δεν μας έκαναν παρέα όχι μόνο στα διαλλείματα αλλά εκτός σχολείου.

Τέταρτο μέτρο, για να στηρίξει ειδικά το τρίτο, ήταν η βαθμολογία. Για παράδειγμα, η βαθμολογία μου στην Πρώτη τάξη και στο μισό της Δευτέρας που πήγαινα στο 8ο, ήταν άριστα 10 και από την στιγμή που πήγα στο 10ο έγινε 5 χωρίς να αλλάξει σε καμία από τις επόμενες χρονιές!!!

Τα πάντα ήταν μαύρα για εμάς και φυσικά δεν είχαμε καμία διάθεση να πάμε σχολείο. Μια φορά μάλιστα ο Σπύρος δεν ερχόταν στο σχολείο για τρεις – τέσσερις μέρες (την έκανε κοπάνα) και δεν ενδιαφέρθηκε όχι μόνο να μάθει το γιατί δεν έρχεται ο Σπύρος αλλά ούτε να ενημερώσει τους γονείς ή μάλλον τη μάνα του γιατί ο πατέρας του ήταν στη Γυάρο, λέγοντας σε άλλους εκπαιδευτικούς «Ένας λιγότερος»!

Όλα αυτά ξαναπέρασαν από το μυαλό μου διαβάζοντας τη δικαιολογία της άρνησης αυτών των «εκπαιδευτικών» που έλεγαν, όπως έγραψαν στο πρακτικό της αχαρακτήριστης απόφασής τους, επί λέξη:

«Ο Σύλλογος Διδασκόντων ομόφωνα αποφασίζει τη μη παραχώρηση  σχολικών αιθουσών, για το σχολικό έτος 2019 – 2020, στο Λαϊκό Φροντιστήριο, εξαιτίας:

α) Του μη καθαρισμού των αιθουσών, μετά τη χρήση τους από το Λαϊκό Φροντιστήριο για την επόμενη ημέρα  που προσέρχονται οι μαθητές στο σχολείο.

β) Των ζημιών και μικροκαταστροφών που παρατηρήθηκαν τα προηγούμενα σχολικά έτη, που είχαν παραχωρηθεί αίθουσες από το σχολείο και δεν αποκαταστάθηκαν.

γ) της πρόσθετης λήψης μέτρων ασφαλείας για το σύγχρονο και ακριβό εξοπλισμό των τάξεων (Η/Υ, lap top, προτζέκτορες) που αγοράστηκαν από τον Σύλλογο Γονέων του Σχολείου.»

Ασφαλώς και δεν υπάρχει τρόπος να αποδειχτούν, ούτε από την μια ούτε από την άλλη πλευρά αυτοί οι ισχυρισμοί όμως γεννιούνται ερωτήματα σχετικά με την παραχώρηση των προηγούμενων χρόνων και ένα ερώτημα είναι, γιατί δεν υπάρχει ούτε ένα έγγραφο, ούτε καμία άλλη απόδειξη, ότι όλα αυτά ισχύουν, παρά μόνο ο λόγος τους???

Τώρα που γράφω αυτό το κείμενο στο μυαλό μου ήρθε η σκηνή με τον παιδικό μου φίλο Θοδωρή ΔΑΣΚΑΛΟ (με όλα τα γράμματα κεφαλαία) όταν τον συνάντησα, μετά από αρκετό καιρό, έξω από ένα χώρο που γινόταν μια συνεστίαση στο Περιστέρι και σταθήκαμε για λίγο να θυμηθούμε τα παλιά. Όσα παιδιά περνούσαν από δίπλα μας και τον γνώριζαν τον χαιρετούσαν με την ίδια φράση λέγοντάς του: «Καλησπέρα δάσκαλε»!!! κι εκείνος χαμογελούσε μέσα απ’ τα βάθη της καρδιάς, βαθύτατα συγκινημένος.

Θυμάμαι πως το συζήταγα με φίλους για αρκετό καιρό και κατέληγα να λέω πως όταν τα παιδιά σε θεωρούν ΔΑΣΚΑΛΟ τότε πραγματικά αξίζει αυτό που κάνεις.

Και τώρα αναρωτιέμαι!

Άραγε για τους «εκπαιδευτικούς» του 4ου Δημοτικού θα βρεθεί έστω ένα παιδί που θα τους αποκαλέσει δασκάλους ή αρκούνται σε εκείνο το …κύριε που λένε τα παιδιά???

Του Γιώργου Σιμόπουλου

Χρησιμοποιούμε cookies για να σας προσφέρουμε την καλύτερη δυνατή εμπειρία στη σελίδα μας. Χρησιμοποιώντας τις υπηρεσίες μας συμφωνείτε στη χρήση των cookies.